σήττα

σήττα
η, Ν
βλ. σήτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σήτα — και παλ. τ. σήττα, η, Ν 1. λεπτό κόσκινο, η κρησάρα 2. τεχνολ. λεπτό δικτυωτό πλέγμα, κατασκευασμένο από συρμάτινες ή πλαστικές ίνες, το οποίο χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό διαφόρων υλικών σε κόκκους ή στα κουφώματα τών κατοικιών για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”